αραιοκατοικημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αραιοκατοικημένος η αραιοκατοικημένη το αραιοκατοικημένο
      γενική του αραιοκατοικημένου της αραιοκατοικημένης του αραιοκατοικημένου
    αιτιατική τον αραιοκατοικημένο την αραιοκατοικημένη το αραιοκατοικημένο
     κλητική αραιοκατοικημένε αραιοκατοικημένη αραιοκατοικημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αραιοκατοικημένοι οι αραιοκατοικημένες τα αραιοκατοικημένα
      γενική των αραιοκατοικημένων των αραιοκατοικημένων των αραιοκατοικημένων
    αιτιατική τους αραιοκατοικημένους τις αραιοκατοικημένες τα αραιοκατοικημένα
     κλητική αραιοκατοικημένοι αραιοκατοικημένες αραιοκατοικημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αραιοκατοικημένος < αραιο- (αραιός / αραιά) + κατοικημένος

Μετοχή

αραιοκατοικημένος, -η, -ο

  • που χαρακτηρίζεται από αραιή κατοίκηση, από χαμηλή αναλογία κατοίκων ανά μονάδα έκτασης γης

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.