κατεσταλμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατεσταλμένος η κατεσταλμένη το κατεσταλμένο
      γενική του κατεσταλμένου της κατεσταλμένης του κατεσταλμένου
    αιτιατική τον κατεσταλμένο την κατεσταλμένη το κατεσταλμένο
     κλητική κατεσταλμένε κατεσταλμένη κατεσταλμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατεσταλμένοι οι κατεσταλμένες τα κατεσταλμένα
      γενική των κατεσταλμένων των κατεσταλμένων των κατεσταλμένων
    αιτιατική τους κατεσταλμένους τις κατεσταλμένες τα κατεσταλμένα
     κλητική κατεσταλμένοι κατεσταλμένες κατεσταλμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατεσταλμένος < αρχαία ελληνική κατεσταλμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καταστέλλω

Μετοχή

κατεσταλμένος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.