κατεδαφιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατεδαφιστικός η κατεδαφιστική το κατεδαφιστικό
      γενική του κατεδαφιστικού της κατεδαφιστικής του κατεδαφιστικού
    αιτιατική τον κατεδαφιστικό την κατεδαφιστική το κατεδαφιστικό
     κλητική κατεδαφιστικέ κατεδαφιστική κατεδαφιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατεδαφιστικοί οι κατεδαφιστικές τα κατεδαφιστικά
      γενική των κατεδαφιστικών των κατεδαφιστικών των κατεδαφιστικών
    αιτιατική τους κατεδαφιστικούς τις κατεδαφιστικές τα κατεδαφιστικά
     κλητική κατεδαφιστικοί κατεδαφιστικές κατεδαφιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατεδαφιστικός < κατεδαφίζω + -τικός

Επίθετο

κατεδαφιστικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.