κατατόπιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατατόπιση οι κατατοπίσεις
      γενική της κατατόπισης* των κατατοπίσεων
    αιτιατική την κατατόπιση τις κατατοπίσεις
     κλητική κατατόπιση κατατοπίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατατοπίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατατόπιση < κατατοπίζω + -ση

Ουσιαστικό

κατατόπιση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.