κατατονία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατατονία οι κατατονίες
      γενική της κατατονίας των κατατονιών
    αιτιατική την κατατονία τις κατατονίες
     κλητική κατατονία κατατονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατατονία < λόγιο ενδογενές δάνειο: Katatonie < ελληνιστική κοινή κατάτονος αρχαία ελληνική κατά + τόνος < τείνω

Ουσιαστικό

κατατονία θηλυκό

Συγγενικά

  • Catatonia στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.