κατατονικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατατονικός | η | κατατονική | το | κατατονικό |
| γενική | του | κατατονικού | της | κατατονικής | του | κατατονικού |
| αιτιατική | τον | κατατονικό | την | κατατονική | το | κατατονικό |
| κλητική | κατατονικέ | κατατονική | κατατονικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατατονικοί | οι | κατατονικές | τα | κατατονικά |
| γενική | των | κατατονικών | των | κατατονικών | των | κατατονικών |
| αιτιατική | τους | κατατονικούς | τις | κατατονικές | τα | κατατονικά |
| κλητική | κατατονικοί | κατατονικές | κατατονικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
κατατονικός
- που έχει σχέση με την κατατονία ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) κατατονικός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κατατονία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.