κατατονικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατατονικός η κατατονική το κατατονικό
      γενική του κατατονικού της κατατονικής του κατατονικού
    αιτιατική τον κατατονικό την κατατονική το κατατονικό
     κλητική κατατονικέ κατατονική κατατονικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατατονικοί οι κατατονικές τα κατατονικά
      γενική των κατατονικών των κατατονικών των κατατονικών
    αιτιατική τους κατατονικούς τις κατατονικές τα κατατονικά
     κλητική κατατονικοί κατατονικές κατατονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατατονικός < κατατονία + -ικός

Επίθετο

κατατονικός

  1. που έχει σχέση με την κατατονία ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) κατατονικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.