rank
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| rank | ranks |
rank (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η θέση, η τάξη, ειδικά μια υψηλή θέση, που έχει κάποιος σε έναν συγκεκριμένο οργανισμό, κοινωνία κτλ.
- ↪ people with a high social rank - άνθρωποι με μεγάλη κοινωνική θέση
- ↪ a person of high rank - πρόσωπο υψηλής τάξεως
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο βαθμός, η θέση που έχει κάποιος στο στρατό, το ναυτικό, την αστυνομία κτλ.
- ↪ He climbed to the rank of major.
- Ανέβηκε στο βαθμό του ταγματάρχη.
- ↪ He climbed to the rank of major.
- (μόνο πληθυντικός) η τάξη, τα μέλη μιας συγκεκριμένης ομάδας ή οργάνωσης
- ↪ the ranks of the unemployed - οι τάξεις των ανέργων
- ↪ He belongs in the ranks of the conservatives/progressives.
- Ανήκει στην τάξη των συντηρητικών/των προοδευτικών.
- θέση, σειρά, βαθμός, τάξη, κλάση
Ρήμα
| ενεστώτας | rank |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | ranks |
| αόριστος | ranked |
| παθητική μετοχή | ranked |
| ενεργητική μετοχή | ranking |
rank (en)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.