ανακατάταξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανακατάταξη οι ανακατατάξεις
      γενική της ανακατάταξης* των ανακατατάξεων
    αιτιατική την ανακατάταξη τις ανακατατάξεις
     κλητική ανακατάταξη ανακατατάξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανακατατάξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανακατάταξη < ανακατατάσσω + -ξη ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική rarrengement / rangagement)

Ουσιαστικό

ανακατάταξη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.