κατατάσσομαι

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.taˈta.so.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατατάσσομαι

Ρήμα

κατατάσσομαι, πρτ.: κατατασσόμουν, στ.μέλλ.: θα καταταχτώ, αόρ.: κατατάχτηκα, μτχ.π.π.: καταταγμένος, (ενεργ.: κατατάσσω)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.