κατασκηνώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
κατασκηνώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατασκηνώνω
- θα κατασκηνώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατασκηνώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
κατασκηνώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατασκήνωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.