καταπύγονε
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
καταπύγονε
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
δυϊκού
,
αρσενικού
,
θηλυκού
ή
ουδέτερου
γένους
του
καταπύγων
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.