μεσαίο

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή επιθέτου

μεσαίο

  1. μεσαίος, στην αιτιατική του ενικού

μεσαίο, ουδέτερο του μεσαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.