καταπληκτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καταπληκτικός | η | καταπληκτική | το | καταπληκτικό |
| γενική | του | καταπληκτικού | της | καταπληκτικής | του | καταπληκτικού |
| αιτιατική | τον | καταπληκτικό | την | καταπληκτική | το | καταπληκτικό |
| κλητική | καταπληκτικέ | καταπληκτική | καταπληκτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καταπληκτικοί | οι | καταπληκτικές | τα | καταπληκτικά |
| γενική | των | καταπληκτικών | των | καταπληκτικών | των | καταπληκτικών |
| αιτιατική | τους | καταπληκτικούς | τις | καταπληκτικές | τα | καταπληκτικά |
| κλητική | καταπληκτικοί | καταπληκτικές | καταπληκτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καταπληκτικός < ελληνιστική κοινή καταπληκτικός < αρχαία ελληνική καταπλήσσω
Συγγενικά
- καταπληκτικά
- καταπληκτικώς
- → δείτε τις λέξεις καταπλήσσω, κατά και πλήττω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.