κατακοκκινίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
κατακοκκινίζω, αόρ.: κατακοκκίνισα, μτχ.π.π.: κατακοκκινισμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- γίνομαι εντελώς κόκκινος, κοκκινίζω τελείως
- ※ Κατακοκκίνισα από το θυμό μου: "Είσαι ψεύτης, το λοιπόν;" του φώναξα. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κατακοκκινίζω | κατακοκκίνιζα | θα κατακοκκινίζω | να κατακοκκινίζω | κατακοκκινίζοντας | |
| β' ενικ. | κατακοκκινίζεις | κατακοκκίνιζες | θα κατακοκκινίζεις | να κατακοκκινίζεις | κατακοκκίνιζε | |
| γ' ενικ. | κατακοκκινίζει | κατακοκκίνιζε | θα κατακοκκινίζει | να κατακοκκινίζει | ||
| α' πληθ. | κατακοκκινίζουμε | κατακοκκινίζαμε | θα κατακοκκινίζουμε | να κατακοκκινίζουμε | ||
| β' πληθ. | κατακοκκινίζετε | κατακοκκινίζατε | θα κατακοκκινίζετε | να κατακοκκινίζετε | κατακοκκινίζετε | |
| γ' πληθ. | κατακοκκινίζουν(ε) | κατακοκκίνιζαν κατακοκκινίζαν(ε) |
θα κατακοκκινίζουν(ε) | να κατακοκκινίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κατακοκκίνισα | θα κατακοκκινίσω | να κατακοκκινίσω | κατακοκκινίσει | ||
| β' ενικ. | κατακοκκίνισες | θα κατακοκκινίσεις | να κατακοκκινίσεις | κατακοκκίνισε | ||
| γ' ενικ. | κατακοκκίνισε | θα κατακοκκινίσει | να κατακοκκινίσει | |||
| α' πληθ. | κατακοκκινίσαμε | θα κατακοκκινίσουμε | να κατακοκκινίσουμε | |||
| β' πληθ. | κατακοκκινίσατε | θα κατακοκκινίσετε | να κατακοκκινίσετε | κατακοκκινίστε | ||
| γ' πληθ. | κατακοκκίνισαν κατακοκκινίσαν(ε) |
θα κατακοκκινίσουν(ε) | να κατακοκκινίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κατακοκκινίσει | είχα κατακοκκινίσει | θα έχω κατακοκκινίσει | να έχω κατακοκκινίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κατακοκκινίσει | είχες κατακοκκινίσει | θα έχεις κατακοκκινίσει | να έχεις κατακοκκινίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κατακοκκινίσει | είχε κατακοκκινίσει | θα έχει κατακοκκινίσει | να έχει κατακοκκινίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κατακοκκινίσει | είχαμε κατακοκκινίσει | θα έχουμε κατακοκκινίσει | να έχουμε κατακοκκινίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κατακοκκινίσει | είχατε κατακοκκινίσει | θα έχετε κατακοκκινίσει | να έχετε κατακοκκινίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κατακοκκινίσει | είχαν κατακοκκινίσει | θα έχουν κατακοκκινίσει | να έχουν κατακοκκινίσει |
| |
Μεταφράσεις
κατακοκκινίζω
|
|
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.