κατακοκκινίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατακοκκινίζω < κατα- + κοκκινίζω

Ρήμα

κατακοκκινίζω, αόρ.: κατακοκκίνισα, μτχ.π.π.: κατακοκκινισμένος (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις κοκκινίζω και κόκκινος

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

    This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.