καταβόθρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καταβόθρα | οι | καταβόθρες |
| γενική | της | καταβόθρας | των | καταβοθρών |
| αιτιατική | την | καταβόθρα | τις | καταβόθρες |
| κλητική | καταβόθρα | καταβόθρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καταβόθρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καταβόθρα < ελληνιστική κοινή καταβοθρ(εύω) + -α[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.taˈvo.θɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐βό‐θρα
Ουσιαστικό
καταβόθρα θηλυκό
- (γεωλογία) υπόγειος φυσικός αγωγός στον οποίο διοχετεύονται νερά από λίμνες ή ποτάμια προς τη θάλασσα ή σε άλλο σημείο της γης όπου αναβλύζουν
- (μεταφορικά)
Συγγενικά
- Καταβόθρα (τοπωνύμιο)
-
καταβόθρα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
καταβόθρα
|
|
Αναφορές
- καταβόθρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Πηγές
- καταβόθρα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.