καταβαλλόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καταβαλλόμενος | η | καταβαλλόμενη | το | καταβαλλόμενο |
| γενική | του | καταβαλλόμενου | της | καταβαλλόμενης | του | καταβαλλόμενου |
| αιτιατική | τον | καταβαλλόμενο | την | καταβαλλόμενη | το | καταβαλλόμενο |
| κλητική | καταβαλλόμενε | καταβαλλόμενη | καταβαλλόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καταβαλλόμενοι | οι | καταβαλλόμενες | τα | καταβαλλόμενα |
| γενική | των | καταβαλλόμενων | των | καταβαλλόμενων | των | καταβαλλόμενων |
| αιτιατική | τους | καταβαλλόμενους | τις | καταβαλλόμενες | τα | καταβαλλόμενα |
| κλητική | καταβαλλόμενοι | καταβαλλόμενες | καταβαλλόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
καταβαλλόμενος < μτχ ενεστώτα του ρήματος καταβάλλομαι
Μετοχή
καταβαλλόμενος , η , ο
- αυτός που οφείλεται και καταβάλλεται τακτικά (μισθός, εισφορά)
- ο καταβαλλόμενος μισθός
- το καταβαλλόμενο τέλος εισαγωγής (φόρος κ.λπ.)
- αυτός που δείχνει ότι μια ενέργεια αντιμετωπίζει πολλές δυσχέρειες και προσκόμματα, δεν είναι εύκολη στην ολοκλήρωσή της
- Οι καταβαλλόμενες προσπάθειες για τη διάσωση των ναυαγών, δεν απέδωσαν μέχρι στιγμής καρπούς, πιθανόν και εξαιτίας της συνεχιζόμενης κακοκαιρίας
Μεταφράσεις
καταβαλλόμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.