καταβαλλόμενων
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
καταβαλλόμενων και καταβαλλομένων
- γενική πληθυντικού του καταβαλλόμενος
- γενική πληθυντικού του καταβαλλόμενη και καταβαλλομένη
- γενική πληθυντικού του καταβαλλόμενο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.