καταβάτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καταβάτης | οι | καταβάτες |
| γενική | του | καταβάτη | των | καταβατών |
| αιτιατική | τον | καταβάτη | τους | καταβάτες |
| κλητική | καταβάτη | καταβάτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.taˈva.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐βά‐της
Ουσιαστικό
καταβάτης αρσενικό
Μεταφράσεις
καταβάτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.