κατάφωρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατάφωρος | η | κατάφωρη | το | κατάφωρο |
| γενική | του | κατάφωρου | της | κατάφωρης | του | κατάφωρου |
| αιτιατική | τον | κατάφωρο | την | κατάφωρη | το | κατάφωρο |
| κλητική | κατάφωρε | κατάφωρη | κατάφωρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατάφωροι | οι | κατάφωρες | τα | κατάφωρα |
| γενική | των | κατάφωρων | των | κατάφωρων | των | κατάφωρων |
| αιτιατική | τους | κατάφωρους | τις | κατάφωρες | τα | κατάφωρα |
| κλητική | κατάφωροι | κατάφωρες | κατάφωρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατάφωρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατάφωρος
Επίθετο
κατάφωρος, -η, -ο
- ολοφάνερα έκνομη και καταδικαστέα ενέργεια
- ↪ Οι ενέργειες αυτές συνιστούν κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | κατάφωρος | τὸ | κατάφωρον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | καταφώρου | τοῦ | καταφώρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | καταφώρῳ | τῷ | καταφώρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | κατάφωρον | τὸ | κατάφωρον | ||
| κλητική ὦ! | κατάφωρε | κατάφωρον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | κατάφωροι | τὰ | κατάφωρᾰ | ||
| γενική | τῶν | καταφώρων | τῶν | καταφώρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | καταφώροις | τοῖς | καταφώροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | καταφώρους | τὰ | κατάφωρᾰ | ||
| κλητική ὦ! | κατάφωροι | κατάφωρᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταφώρω | τὼ | καταφώρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | καταφώροιν | τοῖν | καταφώροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατάφωρος (ελληνιστική κοινή) < κατά- + αρχαία ελληνική φώρ ή από το επίρρημα -ώρως< ώριον= αυτό που συμβαίνει πάνω στην ώρα, την κατάλληλη στιγμή. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
κατάφωρος, -ος, -ον
- (ελληνιστική σημασία) κατάδηλος, ολοφάνερος, καταφανής, εξώφθαλμος
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De atra bile, 9, p.145 @scaife.perseus
- ἀποδειχθέντος δὲ τούτου, τὸ ψεῦδος αὐτῶν κατάφωρον γίνεται.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De atra bile, 9, p.145 @scaife.perseus
- (ελληνιστική σημασία) αυτός που ανακαλύπτεται επ' αυτοφώρω να κάνει κάτι, αυτός που συλλαμβάνεται επ' αυτοφώρω
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Αἴτια Ἑλληνικά, 41 301a-301b @scaife.perseus
- εἶτʼ αὐτὸς μὲν ἔπεσε μαχόμενος τοῖς Τρωσὶν ἡ δὲ Γλαυκία φοβουμένη κατάφωρος γενέσθαι κατέφυγε
- ΣτΕ: 41. Πόθεν ἐν τῇ Βοιωτίᾳ περὶ τὸν Ἐλέωνα ποταμὸς Σκάμανδρος ὠνομάσθη;
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Αἴτια Ἑλληνικά, 41 301a-301b @scaife.perseus
- (ελληνιστική κοινή) (για έδαφος που χρησιμοποιείται για ταφή) προσιτός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φώρ
Πηγές
- κατάφωρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κατάφωρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.