κατάλληλα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κατάλληλα < κατάλληλ(ος) + -α
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈta.li.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τάλ‐λη‐λα
Μεταφράσεις
κατάλληλα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
κατάλληλα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατάλληλο, ουδέτερο του κατάλληλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.