καταλληλότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταλληλότητα οι καταλληλότητες
      γενική της καταλληλότητας των καταλληλοτήτων
    αιτιατική την καταλληλότητα τις καταλληλότητες
     κλητική καταλληλότητα καταλληλότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταλληλότητα < κατάλληλος

Ουσιαστικό

καταλληλότητα θηλυκό

  • η ιδιότητα του κατάλληλου
    από πολλές πλευρές αμφισβητείται η καταλληλότητα των νέων διδακτικών βιβλίων

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.