κρίσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κρίσῐς αἱ κρίσεις
      γενική τῆς κρίσεως τῶν κρίσεων
      δοτική τῇ κρίσει ταῖς κρίσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κρίσῐν τὰς κρίσεις
     κλητική ! κρίσῐ κρίσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κρίσει
γεν-δοτ τοῖν  κρισέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρίσις < κρίνω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

κρίσις θηλυκό

  1. διαχωρισμός, διάκριση
  2. η κρίση, η απόφαση κάποιου που κρίνει
  3. δίκη ή καταδίκη
  4. η ερμηνεία ονείρων ή άλλων σημαδιών
  5. αγώνας, διαγωνισμός ή δοκιμή
  6. διαφωνία, διαμάχη
  7. αυτό που κρίνει ένα γεγονός, μια εξέλιξη
  8. κρίσιμο σημείο μιας ασθένειας

Συγγενικά

Σύνθετα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.