καρφωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρφωμένος η καρφωμένη το καρφωμένο
      γενική του καρφωμένου της καρφωμένης του καρφωμένου
    αιτιατική τον καρφωμένο την καρφωμένη το καρφωμένο
     κλητική καρφωμένε καρφωμένη καρφωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρφωμένοι οι καρφωμένες τα καρφωμένα
      γενική των καρφωμένων των καρφωμένων των καρφωμένων
    αιτιατική τους καρφωμένους τις καρφωμένες τα καρφωμένα
     κλητική καρφωμένοι καρφωμένες καρφωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καρφωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καρφώνω

Μετοχή

καρφωμένος, -η, -ο

  1. που έχει καρφωθεί
  2. στερεωμένος με καρφί
  3. (μεταφορικά) ακινητοποιημένος, καθηλωμένος
      Είχε καρφωμένα τα μάτια του στην πόρτα και με περίμενε. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.