καρφωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καρφωμένος | η | καρφωμένη | το | καρφωμένο |
| γενική | του | καρφωμένου | της | καρφωμένης | του | καρφωμένου |
| αιτιατική | τον | καρφωμένο | την | καρφωμένη | το | καρφωμένο |
| κλητική | καρφωμένε | καρφωμένη | καρφωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καρφωμένοι | οι | καρφωμένες | τα | καρφωμένα |
| γενική | των | καρφωμένων | των | καρφωμένων | των | καρφωμένων |
| αιτιατική | τους | καρφωμένους | τις | καρφωμένες | τα | καρφωμένα |
| κλητική | καρφωμένοι | καρφωμένες | καρφωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καρφωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καρφώνω
Μετοχή
καρφωμένος, -η, -ο
- που έχει καρφωθεί
- στερεωμένος με καρφί
- (μεταφορικά) ακινητοποιημένος, καθηλωμένος
- ※ Είχε καρφωμένα τα μάτια του στην πόρτα και με περίμενε. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.