καρποφορία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καρποφορία | οι | καρποφορίες |
| γενική | της | καρποφορίας | των | καρποφοριών |
| αιτιατική | την | καρποφορία | τις | καρποφορίες |
| κλητική | καρποφορία | καρποφορίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καρποφορία < (ελληνιστική κοινή) καρποφορία < αρχαία ελληνική καρποφόρος < καρπός + φέρω
Ουσιαστικό
καρποφορία θηλυκό
- το αποτέλεσμα του καρποφορώ, η παραγωγή καρπών
- (μεταφορικά) η απολαβή οφελών αποτελέσματος κατόπιν προσπάθειας
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις καρποφόρος, καρπός και φέρω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.