καρναβάλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καρναβάλι | τα | καρναβάλια |
| γενική | του | καρναβαλιού | των | καρναβαλιών |
| αιτιατική | το | καρναβάλι | τα | καρναβάλια |
| κλητική | καρναβάλι | καρναβάλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ετυμολογία
Ουσιαστικό
καρναβάλι ουδέτερο
- (λαογραφία) η εορταστική περίοδος της αποκριάς
- Περιμένουν το καρναβάλι για να ξεφαντώσουν.
- οι εορταστικές εκδηλώσεις της αποκριάς
- Το περίφημο καρναβάλι της Πάτρας.
- (συνεκδοχικά) ο μεταμφιεσμένος που μετέχει στις εορταστικές εκδηλώσεις
- Θα ντυθούμε καρναβάλια.
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.