καρναβαλίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρναβαλίστρια οι καρναβαλίστριες
      γενική της καρναβαλίστριας των καρναβαλιστριών
    αιτιατική την καρναβαλίστρια τις καρναβαλίστριες
     κλητική καρναβαλίστρια καρναβαλίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρναβαλίστρια < καρναβαλισ(τής) + -τρια

Ουσιαστικό

καρναβαλίστρια θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.