καρναβαλικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
καρναβαλικά
<
καρναβαλικ(ός)
+
-ά
Ουσιαστικό
καρναβαλικά
ουδέτερο
με
καρναβαλικό
τρόπο
Μεταφράσεις
καρναβαλικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
καρναβαλικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
καρναβαλικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.