καρμίρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καρμίρης | οι | καρμίρηδες |
| γενική | του | καρμίρη | των | καρμίρηδων |
| αιτιατική | τον | καρμίρη | τους | καρμίρηδες |
| κλητική | καρμίρη | καρμίρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καρμίρης < κάρμοιρος (Το Λεξικό Μπαμπινιώτη[1] υποθέτει < (ελληνιστική κοινή) καρίμοιρος (που έχει την μοίρα του Καρός, και γι' αυτό ορθογραφεί με -οι-. Έχει προταθεί επίσης < αρμενικά կարմիր < παλαιά αρμενικά կարմիր < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷr̥mis: ζεστός, κόκκινος)
- καρμοίρης
Συνώνυμα
- κακόμοιρος
- φιλάργυρος
- φραγκοφονιάς
Συγγενικά
- καρμίρα
- καρμιριά
- καρμίρικα
- καρμίρικος
- καρμίρισσα
- καρμίρω
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.