καράφλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καράφλα | οι | καράφλες |
| γενική | της | καράφλας | των | καραφλών |
| αιτιατική | την | καράφλα | τις | καράφλες |
| κλητική | καράφλα | καράφλες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καράφλα < από τη λέξη φαλάκρα με αντιμετάθεση των συμφώνων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.