καραμπουζουκλής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καραμπουζουκλής | οι | καραμπουζουκλήδες |
| γενική | του | καραμπουζουκλή | των | καραμπουζουκλήδων |
| αιτιατική | τον | καραμπουζουκλή | τους | καραμπουζουκλήδες |
| κλητική | καραμπουζουκλή | καραμπουζουκλήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καραμπουζουκλής < ίσως (άμεσο δάνειο) τουρκική karabıyıklı < καρα- < kara + bıyık (μουστάκι) + (-λής) < -li[1] (που έχει μαύρο μουστάκι και (κατ’ επέκταση) είναι ανδροπρεπής)
Ουσιαστικό
καραμπουζουκλής αρσενικό (θηλυκό καραμπλουζουκλού)
- (προσφώνηση, οικείο, ιδιωματικό) φιλική προσφώνηση με θετικές ή ειρωνικές συνδηλώσεις (όπως μάγκας, τσίφτης)
- ※ Του είχε μάλιστα χαϊδέψει το κεφάλι και τον είχε αποκαλέσει «καραμπουζουκλή», εννοώντας κάτι ανάμεσα σε μαγκάκι και τσίφτη (Αλέξης Σταμάτης, Χαμαιλέοντες, Εκδόσεις Καστανιώτη, 25 Nov 2013 )
- ※ Σαν χαρακτηρισμός είναι το άκρον άωτο του επαίνου των αρετών ενός άντρα είναι: μάγκας και ασίκης και ρεμπέτης και καραμπουζουκλής (Ευάγγελος Ζάχος-Παπαζαχαρίου, Λεξικό της ελληνικής αργκό: Λεξικό της πιάτσας, εκδ. Κάκτος, 1999, σελ. 66)
Μεταφράσεις
καραμπουζουκλής
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.