καραβοκύριος
Μεσαιωνικά ελληνικά
(gkm)
Ετυμολογία
καραβοκύριος
<
καράβιν
ή
καράβ(ι)
+
κύριος
Ουσιαστικό
καραβοκύριος
αρσενικό
άλλη μορφή του
καραβοκύρης
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.