συμπλοιοκτήτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συμπλοιοκτήτης | οι | συμπλοιοκτήτες |
| γενική | του | συμπλοιοκτήτη | των | συμπλοιοκτητών |
| αιτιατική | τον | συμπλοιοκτήτη | τους | συμπλοιοκτήτες |
| κλητική | συμπλοιοκτήτη | συμπλοιοκτήτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμπλοιοκτήτης < συν + πλοιοκτήτης
Ουσιαστικό
συμπλοιοκτήτης αρσενικό
- (ναυτικός όρος): ο συνιδιοκτήτης πλοίου ή πλοίων
Συνώνυμα
Παράγωγα
Μεταφράσεις
συμπλοιοκτήτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.