καρνάγιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καρνάγιο | τα | καρνάγια |
| γενική | του | καρνάγιου | των | καρνάγιων |
| αιτιατική | το | καρνάγιο | τα | καρνάγια |
| κλητική | καρνάγιο | καρνάγια | ||
| Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο. | ||||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaɾˈna.ʝo/ (με συνίζηση)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καρ‐νά‐γιο
Συνώνυμα
- (ταρσανάς)
Συγγενικά
- καρναγιάρισμα
- καρναγιάρω
- → δείτε τη λέξη καρίνα
Μεταφράσεις
καρνάγιο
|
Αναφορές
- καρνάγιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- carenaggio στο αγγλικό Βικιλεξικό
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.