καπριτσιόζος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.pɾiˈt͡sço.zos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐πρι‐τσιό‐ζος
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καπριτσιόζος | η | καπριτσιόζα | το | καπριτσιόζο & καπριτσιόζικο |
| γενική | του | καπριτσιόζου | της | καπριτσιόζας | του | καπριτσιόζου & καπριτσιόζικου |
| αιτιατική | τον | καπριτσιόζο | την | καπριτσιόζα | το | καπριτσιόζο & καπριτσιόζικο |
| κλητική | καπριτσιόζε | καπριτσιόζα | καπριτσιόζιο & καπριτσιόζικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καπριτσιόζοι | οι | καπριτσιόζες | τα | καπριτσιόζικα |
| γενική | των | καπριτσιόζων | — | των | καπριτσιόζικων | |
| αιτιατική | τους | καπριτσιόζους | τις | καπριτσιόζες | τα | καπριτσιόζικα |
| κλητική | καπριτσιόζοι | καπριτσιόζες | καπριτσιόζικα | |||
| To ουδέτερο σε -ο και από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
| ομάδα 'γουστόζος', Κατηγορία όπως «καπριτσιόζος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
καπριτσιόζος, -α, -ικο/-ο [2]
- που φέρεται με καπρίτσιο, που ενεργεί κινούμενος από κάποιο καπρίτσιο
Συγγενικά
- καπριτσιόζα
- → δείτε τη λέξη καπρίτσιο
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καπριτσιόζος | οι | καπριτσιόζοι |
| γενική | του | καπριτσιόζου | των | καπριτσιόζων |
| αιτιατική | τον | καπριτσιόζο | τους | καπριτσιόζους |
| κλητική | καπριτσιόζε | καπριτσιόζοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
καπριτσιόζος αρσενικό (θηλυκό καπριτσιόζα)
- που είναι καπριτσιόζος
Μεταφράσεις
καπριτσιόζος
|
|
Αναφορές
- καπριτσιόζος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- s.v. «καπρίτσιο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.