καπρίτσιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καπρίτσιο τα καπρίτσια
      γενική του καπρίτσιου των καπρίτσιων
    αιτιατική το καπρίτσιο τα καπρίτσια
     κλητική καπρίτσιο καπρίτσια
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο.
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καπρίτσιο < (άμεσο δάνειο) ιταλική capriccio < capo riccio < λατινική caput[1] + ericius[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈpɾi.t͡sço/ & /kaˈpɾi.t͡si̯o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καπρίτσιο

Ουσιαστικό

καπρίτσιο ουδέτερο

  1. ιδιοτροπία, αξίωση ικανοποίησης περίεργων ή και παράλογων επιθυμιών
    1. στιγμιαία επιθυμία και απαίτηση άμεσης εκπλήρωσής της
    2. (μεταφορικά) περίεργη και απρόσμενη αλλαγή σε μια κατάσταση
  2. (μουσική) είδος μουσικής σύνθεσης με ζωηρό και ανάλαφρο χαρακτήρα
  3. (ζωγραφική) είδος ζωγραφικού έργου με φανταστικό, πρωτότυπο και ίσως ειρωνικό χαρακτήρα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.