καπρίτσο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καπρίτσο τα καπρίτσα
      γενική του καπρίτσου των καπρίτσων
    αιτιατική το καπρίτσο τα καπρίτσα
     κλητική καπρίτσο καπρίτσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καπρίτσο < ιταλική capriccio < capo riccio < λατινική caput + ericius

Ουσιαστικό

καπρίτσο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.