καπουτσίνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καπουτσίνος οι καπουτσίνοι
      γενική του καπουτσίνου των καπουτσίνων
    αιτιατική τον καπουτσίνο τους καπουτσίνους
     κλητική καπουτσίνε καπουτσίνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Καπουτσίνος μοναχός
πίθηκος καπουτσίνος

Ετυμολογία

καπουτσίνος < [1]
  1. καθολικός μοναχός, φυτό < (άμεσο δάνειο) ιταλική cappuccino + < cappuccio (κουκούλα)
  2. πίθηκος < καπουτσίνος, (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική capuchin < ιταλική capuccino

Ουσιαστικό

καπουτσίνος αρσενικό

  1. καθολικός μοναχός του ομώνυμου τάγματος
  2. είδος πιθήκου
  3. ποώδες φυτό με λουλούδια σαν χωνάκια, καπουτσίνι
  4.  και δείτε τη λέξη καπουτσίνο (για τον καφέ)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.