καπνισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καπνισμένος η καπνισμένη το καπνισμένο
      γενική του καπνισμένου της καπνισμένης του καπνισμένου
    αιτιατική τον καπνισμένο την καπνισμένη το καπνισμένο
     κλητική καπνισμένε καπνισμένη καπνισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καπνισμένοι οι καπνισμένες τα καπνισμένα
      γενική των καπνισμένων των καπνισμένων των καπνισμένων
    αιτιατική τους καπνισμένους τις καπνισμένες τα καπνισμένα
     κλητική καπνισμένοι καπνισμένες καπνισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καπνισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καπνίζω

Μετοχή

καπνισμένος, -η, -ο

  1. που έχει επάνω του καπνιά ή σύννεφα κάπνας (συνήθως σύνθετο, π.χ. μπαρουτοκαπνισμένος)
    καπνισμένος ουρανός, καπνισμένο τσουκάλι
  2. που το έχουν καπνίσει (π.χ. τσιγάρο)
  3. για φαγητό συνηθίζεται το επίθετο καπνιστός και σπάνια το καπνισμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.