μπαρουτοκαπνισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπαρουτοκαπνισμένος η μπαρουτοκαπνισμένη το μπαρουτοκαπνισμένο
      γενική του μπαρουτοκαπνισμένου της μπαρουτοκαπνισμένης του μπαρουτοκαπνισμένου
    αιτιατική τον μπαρουτοκαπνισμένο την μπαρουτοκαπνισμένη το μπαρουτοκαπνισμένο
     κλητική μπαρουτοκαπνισμένε μπαρουτοκαπνισμένη μπαρουτοκαπνισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπαρουτοκαπνισμένοι οι μπαρουτοκαπνισμένες τα μπαρουτοκαπνισμένα
      γενική των μπαρουτοκαπνισμένων των μπαρουτοκαπνισμένων των μπαρουτοκαπνισμένων
    αιτιατική τους μπαρουτοκαπνισμένους τις μπαρουτοκαπνισμένες τα μπαρουτοκαπνισμένα
     κλητική μπαρουτοκαπνισμένοι μπαρουτοκαπνισμένες μπαρουτοκαπνισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μπαρουτοκαπνισμένος < μπαρούτι + -ο- + καπνισμένος

Μετοχή

μπαρουτοκαπνισμένος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που έχει επάνω του την κάπνα από το μπαρούτι του πολέμου
  2. (κατ’ επέκταση) έμπειρος πολεμιστής
  3. (μεταφορικά) μάχιμος και έμπειρος επαγγελματίας σε κάποιο τομέα με αρκετή πίεση
    μπαρουτοκαπνισμένος προπονητής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.