μπαρουτοκαπνισμένος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μπαρουτοκαπνισμένος < μπαρούτι + -ο- + καπνισμένος
Μετοχή
μπαρουτοκαπνισμένος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που έχει επάνω του την κάπνα από το μπαρούτι του πολέμου
- (κατ’ επέκταση) έμπειρος πολεμιστής
- (μεταφορικά) μάχιμος και έμπειρος επαγγελματίας σε κάποιο τομέα με αρκετή πίεση
- μπαρουτοκαπνισμένος προπονητής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.