κανονισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κανονισμένος | η | κανονισμένη | το | κανονισμένο |
| γενική | του | κανονισμένου | της | κανονισμένης | του | κανονισμένου |
| αιτιατική | τον | κανονισμένο | την | κανονισμένη | το | κανονισμένο |
| κλητική | κανονισμένε | κανονισμένη | κανονισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κανονισμένοι | οι | κανονισμένες | τα | κανονισμένα |
| γενική | των | κανονισμένων | των | κανονισμένων | των | κανονισμένων |
| αιτιατική | τους | κανονισμένους | τις | κανονισμένες | τα | κανονισμένα |
| κλητική | κανονισμένοι | κανονισμένες | κανονισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κανονισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κανονίζω
Μετοχή
κανονισμένος -η, -ο
- που έχει κανονιστεί, προγραμματισμένος
- το ραντεβού είναι κανονισμένο για αύριο στις 6:00
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.