κεκανονισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κεκανονισμένος η κεκανονισμένη το κεκανονισμένο
      γενική του κεκανονισμένου της κεκανονισμένης του κεκανονισμένου
    αιτιατική τον κεκανονισμένο την κεκανονισμένη το κεκανονισμένο
     κλητική κεκανονισμένε κεκανονισμένη κεκανονισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κεκανονισμένοι οι κεκανονισμένες τα κεκανονισμένα
      γενική των κεκανονισμένων των κεκανονισμένων των κεκανονισμένων
    αιτιατική τους κεκανονισμένους τις κεκανονισμένες τα κεκανονισμένα
     κλητική κεκανονισμένοι κεκανονισμένες κεκανονισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κεκανονισμένος < λόγια παθητική μετοχή του ρήματος κανονίζω

Μετοχή

κεκανονισμένος, -η, -ο

  1. που έχει οριστεί σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν
    στρατιωτικό άγημα απέδωσε τις κεκανονισμένες τιμές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.