φτιάχνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φτιάχνομαι < παθητική φωνή του ρήματος φτιάχνω
Ρήμα
φτιάχνομαι , πρτ.: φτιαχνόμουν, στ.μέλλ.: θα φτιαχτώ, αόρ.: φτιάχτηκα, μτχ.π.π.: φτιαγμένος
- κατασκευάζομαι, γίνομαι με ορισμένα υλικά
- επιδιορθώνομαι
- καλλωπίζομαι
- έρχομαι σε κατάσταση ευφορίας είτε επειδή άκουσα κάτι ευχάριστα είτε με λήψη ναρκωτικών
- (μεταφορικά) (ειρωνικό) έρχομαι σε κατάσταση εκνευρισμού
- μη μου λέτε τέτοια γιατί φτιάχνομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.