αποκαμωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποκαμωμένος | η | αποκαμωμένη | το | αποκαμωμένο |
| γενική | του | αποκαμωμένου | της | αποκαμωμένης | του | αποκαμωμένου |
| αιτιατική | τον | αποκαμωμένο | την | αποκαμωμένη | το | αποκαμωμένο |
| κλητική | αποκαμωμένε | αποκαμωμένη | αποκαμωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποκαμωμένοι | οι | αποκαμωμένες | τα | αποκαμωμένα |
| γενική | των | αποκαμωμένων | των | αποκαμωμένων | των | αποκαμωμένων |
| αιτιατική | τους | αποκαμωμένους | τις | αποκαμωμένες | τα | αποκαμωμένα |
| κλητική | αποκαμωμένοι | αποκαμωμένες | αποκαμωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
.
Μετοχή
αποκαμωμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποκάμνω και αποκάνω
- ↪ Γύρισε από τη δουλειά αποκαμωμένη και έπεσε κατ' ευθείαν για ύπνο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.