καμτσίκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καμτσίκι τα καμτσίκια
      γενική του καμτσικιού των καμτσικιών
    αιτιατική το καμτσίκι τα καμτσίκια
     κλητική καμτσίκι καμτσίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καμτσίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kamç(ı) + -ίκι[1] < παλαιά τουρκική kamçı < πρωτοτουρκική

Προφορά

ΔΦΑ : /kamˈt͡si.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καμτσίκι

Ουσιαστικό

καμτσίκι ουδέτερο

Συγγενικά

Υπερώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.