-ίκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το -ίκι τα -ίκια
      γενική του -ικιού των -ικιών
    αιτιατική το -ίκι τα -ίκια
     κλητική -ίκι -ίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-ίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική -lik[1]
(όροι δικαιοδοσίας ή χαρακτηριστικών) < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -ίκιον[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κι

Επίθημα

-ίκι ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο, προφορικό) επίθημα ουσιαστικών τα οποία αναφέρονται σε επάγγελμα ή ασχολία, συνήθως μειωτικά
    δασκαλίκι, θεριακλίκι
  2. επίθημα ουσιαστικών τα οποία αναφέρονται σε αξίωμα ή δικαιοδοσία, ή γενικότερα σε κάποιο γνώρισμα
    αρχονταρίκι

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ίκι στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -ίκι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.