-ίκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | -ίκι | τα | -ίκια |
| γενική | του | -ικιού | των | -ικιών |
| αιτιατική | το | -ίκι | τα | -ίκια |
| κλητική | -ίκι | -ίκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -ίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική -lik[1]
- (όροι δικαιοδοσίας ή χαρακτηριστικών) < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -ίκιον[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ί‐κι
Επίθημα
-ίκι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο, προφορικό) επίθημα ουσιαστικών τα οποία αναφέρονται σε επάγγελμα ή ασχολία, συνήθως μειωτικά
- επίθημα ουσιαστικών τα οποία αναφέρονται σε αξίωμα ή δικαιοδοσία, ή γενικότερα σε κάποιο γνώρισμα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ίκι στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- "-ίκι" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- -ίκι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.