καμτσικιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καμτσικιά | οι | καμτσικιές |
| γενική | της | καμτσικιάς | των | καμτσικιών |
| αιτιατική | την | καμτσικιά | τις | καμτσικιές |
| κλητική | καμτσικιά | καμτσικιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καμτσικιά < καμτσίκ(ι) + -ιά[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.m.t͡siˈca/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καμ‐τσι‐κιά
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καμτσίκι
Μεταφράσεις
καμτσικιά
|
|
Αναφορές
- καμουτσικιά, καμτσικιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.