καλούμπα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλούμπα οι καλούμπες
      γενική της καλούμπας των (καλουμπών)
    αιτιατική την καλούμπα τις καλούμπες
     κλητική καλούμπα καλούμπες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλούμπα < βενετική caloma / caluma < υστερολατινική *calauma < *chalagma < (ελληνιστική κοινή) χάλασμα (=χαλάρωμα) < χαλάω / χαλῶ (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό

καλούμπα θηλυκό (& καλούμα)

  1. κουβάρι από σπάγγο για το πέταγμα του χαρταετού την ημέρα της Καθαράς Δευτέρας
  2. (παρωχημένο) σχοινί

Εκφράσεις

  • αμόλα καλούμπα!: προτροπή για συνέχιση: άσε τα πράγματα να κυλήσουν· κι επίσης: μην μένεις στάσιμος, προχώρα...

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.