χαλάρωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χαλάρωμα | τα | χαλαρώματα |
| γενική | του | χαλαρώματος | των | χαλαρωμάτων |
| αιτιατική | το | χαλάρωμα | τα | χαλαρώματα |
| κλητική | χαλάρωμα | χαλαρώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαλάρωμα < χαλαρώνω
Ουσιαστικό
χαλάρωμα ουδέτερο (δόκιμο στον ενικό)
- (για ανθρώπους) το αποτέλεσμα του χαλαρώνω, η χαλάρωση, σωματική (με χαλάρωση των μυών) και ψυχική (με αποφυγή του στρες)
- το να αφήνεται μπόσικο, λάσκα κάτι που σφίγγει -ένα σκοινί, μια ζώνη, ο κόμπος της γραβάτας
- το να γίνεται χαλαρό κάτι που πολλοί θεωρούν χρήσιμο να είναι σφιχτό (οικογενειακοί δεσμοί, ηθική, η σχέση του ατόμου με τη θρησκεία κ.α.)
Μεταφράσεις
χαλάρωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.