χάλασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χάλασμα | τα | χαλάσματα |
| γενική | του | χαλάσματος | των | χαλασμάτων |
| αιτιατική | το | χάλασμα | τα | χαλάσματα |
| κλητική | χάλασμα | χαλάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χάλασμα < ελληνιστική χάλασμα
Ουσιαστικό
χάλασμα ουδέτερο
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
χάλασμα αρσενικό
- χαλάρωμα, λασκάρισμα
- η απόσταση μεταξύ δύο στρατιωτών σε φάλαγγα
- (ιατρική) η κήλη
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.