χάλασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χάλασμα τα χαλάσματα
      γενική του χαλάσματος των χαλασμάτων
    αιτιατική το χάλασμα τα χαλάσματα
     κλητική χάλασμα χαλάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χάλασμα < ελληνιστική χάλασμα

Ουσιαστικό

χάλασμα ουδέτερο

  1. η φθορά, το αποτέλεσμα του χαλώ
  2. ερείπιο, γκρεμισμένο κτίριο (καταχρηστικά, χρησιμοποιείται και ο πληθυντικός για την ίδια έννοια)

Συγγενικά

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χάλασμα < χαλάω, -ῶ

Ουσιαστικό

χάλασμα αρσενικό

  1. χαλάρωμα, λασκάρισμα
  2. η απόσταση μεταξύ δύο στρατιωτών σε φάλαγγα
  3. (ιατρική) η κήλη

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.