Καθαρά Δευτέρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Καθαρά Δευτέρα | οι | Καθαρές Δευτέρες |
| γενική | της | Καθαράς Δευτέρας | — | |
| αιτιατική | την | Καθαρά Δευτέρα | τις | Καθαρές Δευτέρες |
| κλητική | Καθαρά Δευτέρα | Καθαρές Δευτέρες | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.θaˈɾa ðeˈfte.ɾa/
Κύριο όνομα
Καθαρά Δευτέρα θηλυκό
- (θρησκεία) η πρώτη μέρα της Σαρακοστής, 48 ημέρες πριν από την Κυριακή τού Πάσχα
Συγγενικά
- καθαροδευτεριάτικα
- καθαροδευτεριάτικος
- → δείτε τις λέξεις καθαρός, Δευτέρα, δεύτερος και δύο
Μεταφράσεις
Καθαρά Δευτέρα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.